- νηστικάτα
- επίρρ. натощак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νηστικάτα — επίρρ. χωρίς φαγητό («πίνει ένα ποτήρι κρασί νηστικάτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστικός + επιρρμ. κατάλ. άτα μέσω ενός *νηστικάτος (πρβλ. σταρ άτα, τσεκουρ άτα)] … Dictionary of Greek
νηστικάτα — επίρρ., χωρίς προηγουμένως να φάει κανείς: Μην καπνίζεις νηστικάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)